σκιραφείοις

σκιραφείοις
σκῑραφεί̱οις , σκιραφεῖον
gambling-house
neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κυβεύω — (Α κυβεύω) [κύβος] νεοελλ. ασκώ κυβεία χρηματιστηριακών αξιών μσν. (συν. σχετικά με χρυσό) νοθεύω αρχ. 1. παίζω τους κύβους, ρίχνω τα ζάρια («ἕτεροι δ ἐν τοῑς σκιραφείοις κυβεύουσι», Ισοκρ.) 2. ριψοκινδυνεύω, διακινδυνεύω («οὐδέ γε τῶν κυβευτῶν… …   Dictionary of Greek

  • σκιραφείον — και σκιράφιον, τὸ, Α [σκίραφος] τόπος όπου έπαιζαν κύβους, ζάρια, το κυβευτήριον* («οὐκ ἐν τοῑς σκιραφείοις οἱ νεώτεροι διέτριβον», Ισοκρ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”